- σποδόν
- σποδόςwood-ashesfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek
пепелъ — ПЕПЕЛ|Ъ (9), А с. Пепел: пакы по см҃рти. въ пра(х) и пепелъ разъше(д)шисѧ. (εἰς τέφρα) ЖВИ XIV–XV, 36б; и всѧ ˫аже о собѣ исповѣда. пепело(м) ѹбо посыпа главу свою. (κόνιν) Там же, 118а; дымъ бо ѥсть житиѥ се чл҃вч(с)коѥ. акы пара и пепелъ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
платище — ПЛАТИЩ|Е (4*), А с. Кусок ткани; покрывало; повязка: тъгда закрывъше платищемь лице ѥго бь˫ахѹть и гл҃ще. прорци намъ х҃е кто ѥсть ѹдарии тѧ. КН 1285–1291, 610в; повѣлѣ въвѣсти. непорочного ѡсуженика оного… по руцѣ свѧзана. и на главѣ ѥго платище … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
INFELIX Arbor — Catoni quae nullum, Tarquitio apud Macrob. quae nigrum fert fructum. Ita enim hic in Ostentario arbor ario, Sat. l. 3. c. 20. Arbores, quea Inferum Deorum avertentiumque in tutela sunt, eas infelices nominant. Alternum sanguinem, filicem, ficum… … Hofmann J. Lexicon universale
LUGENDI Ritus — apud vett. Rom. variis legibus definitus fuit. Et quidem vestitum quod attinet, in luctu atrati fuêre, h. e. nigrâ, sive pullâ togâ induti. Togae huius meminit Cic. in Pisoniana: Iuv. Sat. 3. l. 1. v. 213. pullatos Proceres: Tac. in funere… … Hofmann J. Lexicon universale
οικείωμα — οἰκείωμα, τὸ (Α) [οικειώ] 1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῡτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.) 2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία 3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα… … Dictionary of Greek
προσπάσσω — και αττ. τ. προσπάττω Α 1. ραντίζω («προσέπασε τὴν χολὴν αὐτοῡ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ πατρὸς αὐτοῡ», ΠΔ) 2. επιπάσσω, πασπαλίζω επί πλέον («σποδὸν προσπάσσωμεν τοῑς στόμασι», Άντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πάσσω «πασπαλίζω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek